Ξημέρωνε 26η Οκτωβρίου, ξημέρωνε η γιορτή του. Μα είχε βαριά καρδιά. Για πρώτη φορά δεν θα τη γιόρταζε στην αγαπημένη του Θεσσαλονίκη, που πανηγύριζε τον πολιούχο Άγιό της. Ξένος σε ξένη χώρα, μόνος σαν ιππόκαμπος σε φουσκοθαλασσιά, στριφογύριζε συνεχώς στο κρεβάτι του μήπως και καταφέρει να κλείσει λίγο τα μάτια του, να ξεκουράσει το σώμα και την ψυχή του.
Μόλις ξάπλωνε, ερχόταν αμέσως στο μυαλό του, λες κι άνοιγε κάποιος κρυφός διακόπτης μέσα του, η μορφή της Ελένης και του νεογέννητου γιου τους. Μιλούσαν καθημερινά στο κινητό, τους έβλεπε κι από την κάμερα, αλλά εδώ και λίγες ημέρες αυτό δεν του ήταν πια αρκετό. Δεν είχαν προλάβει ούτε να βαπτίσουν τον μικρό και χρειάστηκε να τους αποχωριστεί. Τρία χρόνια ήταν άνεργος, δεν είχε και πολλές επιλογές. Όταν κάποιος γνωστός τούς είπε το καλοκαίρι για την Αγγλία, η δουλειά τού φάνηκε μάννα εξ ουρανού. Σκέφτηκαν όμως με την Ελένη να δοκιμάσει πρώτα μόνος του τα πράγματα για λίγο καιρό. Κι αν τελικά άντεχε τις συνθήκες εργασίας κι έβρισκε και κάποιο φθηνό κατάλυμα να μείνουν, θα τον ακολουθούσαν μετά τα Χριστούγεννα η ίδια με το μωρό. Την εργασία την άντεχε, το φθηνό κατάλυμα το είχε βρει, αλλά μέχρι τα Χριστούγεννα μεσολαβούσαν άλλοι δυο μήνες και η σκέψη ότι θα τους περνούσε μακριά τους τον κρατούσε ξάγρυπνο τα βράδια.
Ξαφνικά ακούστηκε η πόρτα του δωματίου του. Κάποιος τη χτυπούσε με δύναμη και κάτι φώναζε στα αγγλικά. Προσπάθησε να καταλάβει τι γινόταν. Φωνές ακούγονταν από παντού: "Fire... Fire..." Φωτιά; Είχαν πιάσει φωτιά; Ήταν δυνατόν να συνέβαινε κάτι τέτοιο; Η μυρωδιά καπνού δεν άργησε να φτάσει στη μύτη του και να επιβεβαιώσει με τον πιο δυσοίωνο τρόπο την ανησυχία του.
Έτρεξε στις σκάλες, αλλά δεν ήταν ο μόνος που σκέφτηκε να κατέβει από εκεί. Όλοι οι ένοικοι του δευτέρου ορόφου και όσοι άλλοι είχαν προλάβει να κατέβουν από τους πιο πάνω ορόφους, πριν αυτοί γεμίσουν με πνιγηρούς καπνούς, στις σκάλες είχαν μαζευτεί. Το ασανσέρ φάνταζε προφανώς σε όλους πιο επικίνδυνο και είχαν αποφύγει τη χρήση του. Ο Δημήτρης αναρωτιόταν όμως τώρα αν έκανε καλά που δεν το είχε προτιμήσει. Τα λεπτά σοδιάζονταν επικίνδυνα το ένα πάνω στο άλλο κι αυτός βρισκόταν ακόμη στο ίδιο ακριβώς σημείο. Μπροστά του μόνο πανικός - φωνές, σπρωξίματα, κλάματα και ποδοπατήματα.
Κάποιος από πίσω του τον έσπρωξε με δύναμη για να προχωρήσει -λες και χρειαζόταν υπενθύμιση. Μα που μπορούσε να πάει;
"Δύσκολα τα πράγματα" ψιθύρισε. "Να δεις που θα καούμε όλοι στο τέλος".
Σκέφτηκε μετά ότι ξημέρωνε η γιορτή του κι ένιωσε μέσα του μία βαθύτερη επιθυμία να προσευχηθεί:
"Αχ, Άγιε μου Δημήτρη... Βοήθα μας μέρα που είναι..."
Τότε τον είδε. Ναι, τον είδε. Τον είδε ολοζώντανο μπροστά του. Για μια στιγμή μόνο, αλλά τον είδε. Τη στιγμή εκείνη που όλοι όσοι βρίσκονταν στις σκάλες μέριασαν κι αυτός ανηφόρισε ανάμεσά τους πάνω στο περήφανο άτι του. Αυτός, ο αγέρωχος δυναμικός καβαλάρης, με τη μεγαλόπρεπη στρατιωτική στολή του, με το δόρυ, το ξίφος και την περίτεχνη ασπίδα του. Αυτός που έγινε ασπίδα για όλους τους ενοίκους του κτιρίου.
Το ξημέρωμα τον βρήκε στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Δημητρίου. Θα αργούσε λίγο στη δουλειά του (και με τους Άγγλους το 'ξερε ότι δεν ήταν να καθυστερείς καθόλου), αλλά γνώριζε να βάζει προτεραιότητες στη ζωή του. Και τώρα η προτεραιότητά του ήταν να προσκυνήσει τον Άγιο, να του δείξει την αγάπη του, όπως κι εκείνος από αγάπη γλίτωσε τον ίδιο και τους υπόλοιπους ενοίκους του φλεγόμενου κτιρίου από βέβαιο χαμό.
"Σ' ευχαριστώ Άγιε μου Δημήτρη".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε ένα σχόλιο για την ανάρτηση.