Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

"Η αυλή των θαυμάτων" του Ιάκωβου Καμπανέλλη από το ΚΘΒΕ - κριτική παράστασης

Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος συνεχίζει και το 2018 στη Θεσσαλονίκη την παρουσίαση της θεατρικής παράστασης "Η αυλή των θαυμάτων", του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στη Μονή Λαζαριστών - Σκηνή Σωκράτης Καραντινός. Παρακολούθησα πρόσφατα τη συγκεκριμένη παράσταση και παρακάτω αναφέρομαι στα θετικά και στα αρνητικά της, έτσι τουλάχιστον όπως εγώ τα βίωσα. Επειδή η θεατρική γραφή αποτελεί κι αυτή κομμάτι του επιστητού αυτού του ιστολογίου, ως μέρος της Δημιουργικής γραφής, εστιάζω περισσότερο στο κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη όπως αυτό παρουσιάζεται από το ΚΘΒΕ.
Σημείωμα σκηνοθέτη
Η Αυλή των Θαυμάτων παίχτηκε για πρώτη φορά το 1957 από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν με τεράστια επιτυχία. Από τότε παίζεται και ξαναπαίζεται κερδίζοντας τη συγκίνηση χιλιάδων θεατών. Είναι το έργο σταθμός του ελληνικού θεάτρου που επηρέασε πολλούς νεότερους συγγραφείς. Είναι η τέταρτη φορά που «εισβάλλω» στο αριστούργημα του Ιάκωβου Καμπανέλλη και κάθε φορά διαπιστώνω τις αρετές του, τη βαθιά ελληνικότητά του, την έξοχη θεατρική δομή, τους ολοκληρωμένους και αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, τη γνήσια αναπαράσταση της μετεμφυλιακής εποχής και την αυθεντικότητα της ζωής μιας πολυπρόσωπης λαϊκής κοινότητας, που βρίσκεται σε μια φτωχική αυλή της Αθήνας. Εκεί μέσα συγκατοικούν ξεριζωμένοι πρόσφυγες, εσωτερικοί μετανάστες της ελληνικής περιφέρειας και άλλοι απόκληροι, με τις χαρές, τις λύπες, τις αγάπες, τους καβγάδες, τις απογοητεύσεις και τα ανεκπλήρωτα όνειρα για καλύτερη ζωή. 
Συντροφιά τους πάντα, η φτώχια, η μίζερη ζωή, η ανασφάλεια, η ανεργία, η ανάγκη της μετανάστευσης και το ξεθεμελίωμά τους από την αμείλικτη ανοικοδόμηση, που θα πνίξει τις πόλεις με τσιμεντένιες πολυκατοικίες.
Πιστεύω πως η Αυλή των Θαυμάτων δεν πρέπει να παρασταθεί -τουλάχιστον ακόμα- ως έργο της σύγχρονης εποχής, ούτε να μοντερνοποιηθεί, να αποδομηθεί, να αφηγηματοποιηθεί και ούτε… να αποκαθηλωθεί, θα χάσει τους χυμούς τις ανάσες και την αύρα του. 
Το έργο μοιάζει από μόνο του σύγχρονο, γιατί όσα δεινά περνούσε τότε η χώρα, τα ίδια περνάει, δυστυχώς, και σήμερα. Το μόνο που τόλμησα, ήταν να φωτίσω περισσότερο την εποχή του έργου με τέσσερα τραγούδια, σαν ιντερμέδια, σε μουσική του Διονύση Τσακνή, στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου και με κινηματογραφημένες σκηνές της Μικρασιατικής Καταστροφής, των φτωχογειτονιών, της μετανάστευσης και της καταστροφικής αντιπαροχής. 
Είναι μεγάλη τιμή για μένα που το ΚΘΒΕ μου ανέθεσε να σκηνοθετήσω το σπουδαίο έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη και να συνεργαστώ με τους υπέροχους συντελεστές της παράστασης. Τους ευχαριστώ όλους.
Κώστας Τσιάνος

«Η Αυλή των θαυμάτων βασίζεται στην έλλειψη σταθερότητας και σιγουριάς, που χαρακτηρίζει τη ζωή του Έλληνα. Όλα στην Ελλάδα ανεβοκατεβαίνουν πολύ εύκολα, κυλούν, φεύγουν κι η συνηθισμένη λαχτάρα του Ρωμιού είναι να στεριώσει κάπου, να σιγουρέψει κάτι», σημειώνει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, στην πρώτη ιστορική παρουσίαση του έργου το 1957, από τo Θέατρο Τέχνης.

Τέλη της δεκαετίας του 1950. Σε μια αυλή, σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας, διασταυρώνονται ένας γέρος πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία που φορτωμένος τα στρώματά του σκαρφαλώνει στο ταρατσάκι του, η γυναίκα του που με μια φέτα ψωμί στο χέρι καλεί τον χαμένο εγγονό της, μια χήρα που σιγοτραγουδά τη «Ραμόνα», ένας ονειροπόλος, ένα αντρόγυνο που άλλοτε χαϊδολογιέται και άλλοτε μαλλιοτραβιέται ενώ σχεδιάζει να φύγει στην Αυστραλία, μια συνοικιακή καλλονή που ελπίζει να γίνει σταρ του σινεμά, ένας «μοιραίος» υδραυλικός. Σε αυτόν τον μικρό χώρο κατοικεί ολόκληρη η Ελλάδα. Λίγο πριν καταρρεύσει το οικοδόμημα, μια ερώτηση αναδύεται: τι βιώνουμε, τελικά, ένα μίζερο αδιέξοδο ή ένα θαύμα;

Τα παραπάνω βρίσκουμε να αναφέρονται στην επίσημη ιστοσελίδα του ΚΘΒΕ, στην οποία όσοι ενδιαφέρεστε θα βρείτε και άλλες πληροφορίες για την παράσταση όπως και πλουσιότερο φωτογραφικό υλικό από αυτό που έχω συμπεριλάβει εδώ. Δυστυχώς, όμως, όσο όμορφα κι αν ακούγονται όλα αυτά και όσο κι αν μοιάζουν πολλά υποσχόμενα για την παράσταση, το αποτέλεσμα που βίωσα ως θεατής δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω "θαύμα". Ευτυχώς ούτε "μίζερο αδιέξοδο". Μάλλον αρκούντως αξιοπρεπές θα το έλεγα.
Τα αρνητικά της παράστασης
Τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες που θεωρώ υπεύθυνους για το μη θαυμαστό τελικό αποτέλεσμα:
1) Το καστ των ηθοποιών: από τους δεκαπέντε ηθοποιούς που παρελαύνουν στη σκηνή, μόνο τέσσερις ή πέντε εξ αυτών φαίνονται να διαθέτουν το απαιτούμενο υποκριτικό ταλέντο για να απογειώσουν την παράσταση και ανταποκρίνονται επάξια στον ρόλο τους. Άλλοι τόσοι παίζουν συμπαθητικά αλλά έχουν μικρότερους ρόλους, ενώ οι υπόλοιποι δεν φαίνεται να ταίριαξαν στον ρόλο που τους δόθηκε ή να διαθέτουν την απαραίτητη εμπειρία που προϋποθέτει η συμμετοχή τους σε μία τέτοια παράσταση. Επίτηδες δεν αναφέρω ονόματα ηθοποιών. Δεν επιθυμώ να σας προκαταλάβω αρνητικά απέναντι σε κανέναν τους, ίσως εσείς δείτε σε ορισμένους κάτι που εγώ δεν είδα. Ούτε φυσικά είναι στις προθέσεις μου να θίξω κάποιον, απλώς περιγράφω αυτό που βίωσα.
2) Η σκηνοθεσία: δεν γίνεται να μην αποδοθούν κάποιες ευθύνες και στον σκηνοθέτη για το μέτριο τελικό αποτέλεσμα της παράστασης. Λανθασμένη επιλογή των πρωταγωνιστών, διεκπεραιωτική ή ίσως συντηρητική σκηνοθετική προσέγγιση του κειμένου, κάτι άλλο; Δεν ξέρω τι ακριβώς έφταιξε, πάντως για μένα δεν κατάφερε να απογειώσει το κείμενο - παρά την ομολογουμένως φιλότιμη προσπάθειά του. Κάποιες στιγμές (ευτυχώς λίγες) ένιωσα επίσης ως θεατής να εκβιάζεται σκηνοθετικά η συγκίνηση μου με αναίτιες φωνές, αδικαιολόγητα χτυπήματα στο σανίδι ή ξαφνικές αχρείαστες σιωπές. Επιπλέον τα βίντεο-ντοκιμαντέρ που έχει επιλέξει ο Κώστας Τσιάνος να προβάλλονται ανάμεσα στις σκηνές δεν προσέδωσαν κάτι στη συναισθηματική μου φόρτιση. Έχουν νομίζω είτε μία υπερβολή, είτε μια τόσο προφανή και ψυχρή αναφορά στο κείμενο (χωρίς κάποια καλλιτεχνική πινελιά ή έστω έναν κάπως βαθύτερο σχολιασμό του) που ίσως και να οδηγούν τελικά στο αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα τον θεατή. Κατά τη γνώμη μου, δεν θα ζημιωνόταν η παράσταση αν απουσίαζαν.
3) Το θεατρικό κείμενο: εξήντα ολόκληρα χρόνια μετά από την πρώτη του παρουσίαση στο κοινό, το κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη "Η αυλή των θαυμάτων", αν και θεματολογικά μοιάζει να είναι επίκαιρο όσο ποτέ, φέρει νομίζω αρκετά συμπτώματα γήρατος. Μία άλλη (πιο έμπειρη ή πιο ταλαντούχα συνολικά) ομάδα ηθοποιών και μια διαφορετική (περισσότερο διεισδυτική) σκηνοθετική ματιά ίσως να κατάφερναν να κρύψουν κάπως καλύτερα τις βαθιές ρυτίδες του, αλλά και πάλι υπάρχουν κάποιοι αντικειμενικοί σκόπελοι που καλείται να υπερκεράσει κάθε σκηνοθέτης και κάθε θίασος που επιθυμεί να το παρουσιάσει επί σκηνής: Όταν πρωτογράφηκε και πρωτοπαίχθηκε αυτό το κείμενο, απευθυνόταν σε ένα διαφορετικό κοινό, μιας άλλης Ελλάδας, που μπορεί να είχε κάποια παρόμοια προβλήματα αλλά είχε τελείως διαφορετικές πληγές από το σημερινό κοινό της παράστασης. Η Μικρασιατική καταστροφή, ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος και ο εμφύλιος ήταν πολύ πιο κοντά χρονικά στο κοινό του 1957 και όπως ήταν φυσικό αυτό προσέδωσε ένα σημαντικό πλεονέκτημα τότε στο κείμενο του Καμπανέλλη και στην πρώτη του παρουσίαση από το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Επίσης, το ευρύτερο κοινό εκείνης της εποχής δεν είχε την πληθώρα των ερεθισμάτων που εκπαιδεύουν το σημερινό θεατρόφιλο κοινό με αποτέλεσμα να συγχωρεί ίσως πιο εύκολα τα όποια μειονεκτήματα του κειμένου.  
Βλέποντας με λίγο πιο ψυχρή ματιά το ίδιο κείμενο σήμερα, έτσι τουλάχιστον όπως παρουσιάστηκε από το ΚΘΒΕ, ένιωσα πως ο Καμπανέλλης χάνεται σε πάρα πολλά θέματα που δυστυχώς τα παρουσιάζει τελείως επιδερμικά και δεν καταφέρνει να τα προσεγγίσει ολοκληρωμένα: Το Μικρασιατικό, τη μετεμφυλιοπολεμική κατάσταση (πιο επιδερμικά δεν γίνεται), την ανεργία, τη φτώχεια, τη μετανάστευση, τον τζόγο, την αρχόμενη ανοικοδόμηση της Αθήνας -με τις αυλές των φτωχογειτονιών της και τις επακόλουθες αντιπαροχές-, το ελληνικό επιχειρηματικό δαιμόνιο, την ενδοοικογενειακή βία, τη μοναξιά, την απιστία, την κατάθλιψη, και κάποια άλλα λιγότερο φανερά. Για να παρουσιαστούν ολοκληρωμένα όλα αυτά τα θέματα επί σκηνής θα ήταν απαραίτητες τουλάχιστον άλλες τόσες σελίδες κειμένου και επομένως ο διπλάσιος χρόνος παράστασης. Ο Καμπανέλλης δεν το επιχειρεί φυσικά, με αποτέλεσμα να μένουν σχεδόν όλα του τα θέματα ανοιχτά και ανολοκλήρωτα.

Το μόνο θέμα που αναπτύσσεται αρκετά ολοκληρωμένα είναι ο παράνομος έρωτας του υποτιθέμενου υδραυλικού. Κι εδώ προκύπτουν όμως κάποια ερωτήματα: γιατί έπρεπε να είναι υδραυλικός ο συγκεκριμένος ήρωας, ενώ δεν βλέπουμε επί σκηνής να έχει ούτε ένα στοιχείο που να παραπέμπει σε υδραυλικό, αλλά αντιθέτως τα πάντα παραπέμπουν σε μουσικό; Και πώς ένας υδραυλικός εμφανίζεται να είναι στο σπίτι του κάθε ώρα και στιγμή της ημέρας, ενώ υποτίθεται ότι δουλεύει ασταμάτητα και τα οικονομάει από τη δουλειά του σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχει την άνεση να δανείζει τον σύζυγο της ερωμένης του για να εξαφανίζεται από το προσκήνιο; Προφανώς ο θεατρικός συγγραφέας χρειαζόταν έναν λαϊκό τύπο ως ήρωά του για να παίξει τον ωραίο της αυλής που θα ξελογιάσει μία παντρεμένη γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής, αλλά δεν καταφέρνει να του δώσει την απαραίτητη σάρκα και τα οστά που χρειάζεται ένας ρεαλιστικός πρωταγωνιστής. Αποτέλεσμα; Ο ήρωάς του παραμένει χάρτινος, υδραυλικός μόνο στα χαρτιά του κειμένου και ουδέποτε επί σκηνής.

Με τόσα ανοιχτά θέματα, τελικά ο θεατής χάνεται και είναι δύσκολο να εστιάσει κάπου. Κάποια ερωτηματικά που του δημιουργούνται δεν λαμβάνουν ποτέ απαντήσεις, κάποια θέματα μένουν μετέωρα σαν πυροτεχνήματα και κάποια άλλα φωτίζονται λίγο περισσότερο αλλά όχι επαρκώςΜοιραία ο Καμπανέλλης φαίνεται επίσης σαν να μην μπορεί να αποφασίσει ποιοι είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές του. Οι θεατές προσπαθούν απεγνωσμένα να συνδεθούν συναισθηματικά με κάποιους εξ αυτών, αλλά πριν προλάβουν να το καταφέρουν καινούργιοι πρωταγωνιστές εμφανίζονται στη σκηνή. Ειδικά στην αρχή της παράστασης είναι σαν να παραβρισκόμαστε σε παρέλαση πρωταγωνιστών! Το παράδοξο είναι ότι στο τέλος της επικρατεί μία γενικευμένη αβεβαιότητα για το ποιοι τελικά υπήρξαν οι βασικοί πρωταγωνιστές της, με την πλάστιγγα να γέρνει για μένα προς τον υδραυλικό, την ερωμένη του και τον άτυχο άνδρα της που αποτελούν τα πρόσωπα τής μόνης ολοκληρωμένης ιστορίας επί σκηνής.

Τα θετικά της παράστασης
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ιουλίας Σταυρίδου, που της αξίζουν πολλά μπράβο, κερδίζουν το ενδιαφέρον και τον θαυμασμό του θεατή. Νομίζω άλλωστε ότι αποτελούν την καλύτερη διαφήμιση για την παράσταση, όπως παρουσιάζονται στις όμορφες φωτογραφίες της επίσημης ιστοσελίδας του ΚΘΒΕ. Επίσης τα τέσσερα τραγούδια της παράστασης, σε μουσική του δημοφιλούς Διονύση Τσακνή και στίχους της έμπειρης Λίνας Νικολακοπούλου, δεν απογοητεύουν καθόλου. Αντιθέτως, αποτελούν την προστιθέμενη αξία της. Εδώ ο σκηνοθέτης έκανε σίγουρα καλή δουλειά στην επιλογή των τραγουδιών και στην παρουσίασή τους, με όλον το θίασο να τραγουδάει επί σκηνής, και του αξίζουν συγχαρητήρια.

ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Δεν ξέρω αν έφταιγαν οι υψηλές μου προσδοκίες από την παράσταση, αλλά δεν έμεινα ιδιαίτερα ικανοποιημένος από το τελικό της αποτέλεσμα. Σ' αυτήν την αυλή των θαυμάτων δεν ένιωσα να γίνονται θαύματα. Περίμενα λίγο υψηλότερο επίπεδο από μία παράσταση του ΚΘΒΕ. Παρ' όλα αυτά, θεωρώ ότι το τελικό της αποτέλεσμα είναι αρκετά αξιοπρεπές δεδομένων των αντικειμενικών δυσκολιών που παρουσιάζει το κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη στην προσέγγισή του σήμερα. Χάρη στα υπέροχα σκηνικά και κοστούμια, στα όμορφα τραγούδια και στους τέσσερις-πέντε ταλαντούχους εκ των πρωταγωνιστών της το πρόσημό της για μένα είναι τελικά θετικό. Σας συστήνω, λοιπόν, να παρακολουθήσετε την παράσταση "Η αυλή των θαυμάτων" αν το επιθυμείτε. Το ΚΘΒΕ προσφέρει άλλωστε τις Τετάρτες και τις Πέμπτες τα εισιτήριά της στην εξαιρετικά χαμηλή τιμή των 5 ευρώ. Δεν είναι θαύμα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε ένα σχόλιο για την ανάρτηση.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...